«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έρχεται σύντομα στη μεγάλη οθόνη και η διευθύντρια των Εκδόσεων Καζαντζάκη και βαφτιστήρα της Ελένης Καζαντζάκη, κ. Νίκη Π. Σταύρου, σε μια συνέντευξη για τον άνθρωπο, για τον κλασικό και πιο πολυμεταφρασμένο Έλληνα συγγραφέα σε όλον τον κόσμο. Για τον Νίκο Καζαντζάκη.
Από τη Μαρίνα Τζόκα
«[....] Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο το χωριό μας να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θεριέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή. Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μάς λυπήθηκε –μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες· πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο· και δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν –το ’δαμε κι αυτό!- άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν. Μας άνοιξε η συφορά τα μάτια μας, είδαμε· μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης· είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν’ αρχίσουμε μιαν καινούρια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!» (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, 1981:166).
Στις παραπάνω γραμμές στέκομαι «καθηλωμένη» για περίπου δυο ημέρες στα δεκαεφτά μου χρόνια, όταν δηλαδή έρχομαι για πρώτη φορά σε επαφή με την πένα του Νίκου Καζαντζάκη. Άγουρη ούσα, από τη μια πλευρά, ώστε να μπορέσω να κατανοήσω την ψυχική περιπλάνηση του Νίκου Καζαντζάκη στον κόσμο των ιδεών και της φιλοσοφίας του, την οποία εκείνος «ξετυλίγει» αριστοτεχνικά στο εν λόγω μυθιστόρημά του. Κι από την άλλη πλευρά, τότε ζούσα κι εγώ σε αυτό το «πλούσιο χωριό» που ονομαζόταν Ελλάδα.
«Μα τώρα πώς θα βάλουμε κάτω τη συφορά; αυτό να μας πεις». Και ο γέροντας απάντησε: «Θα μπει στη δούλεψή μας, θα το δεις. Δουλειά, υπομονή, αγάπη, να τ’ άρματά μας. Έχετε εμπιστοσύνη». Δουλειά, υπομονή, αγάπη. Να τα άρματα του Νίκου Καζαντζάκη. Ποιος ήταν όμως, στην πραγματικότητά (του), αυτός ο άνθρωπος; Η εκδότρια των έργων του Νίκου Καζαντζάκη και βαφτιστήρα της Ελένης Καζαντζάκη, κ. Νίκη Π. Σταύρου, μας μιλάει για τον Νίκο που γνώρισε η ίδια, μέσα από τις ιστορίες της νονάς της, της Ελένης του.
Το προφητικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» είναι πλέον θέμα χρόνου να «φτάσει» στη μεγάλη οθόνη. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο και ποιο είναι ουσιαστικά το μήνυμα που θέλετε να «παραδώσετε» στο κοινό από το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη;
Αυτό το έργο το έχω βαθιά στην καρδιά μου, μιας και ανήκει στην πεντάδα των βιβλίων του Νίκου της, που η νονά μου, η Ελένη μού διάβασε πιο παραστατικά, πιο ζωντανά και με μεγαλύτερη συγκίνηση από όλα τα άλλα. Είναι ένα έργο βαθιά ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα παγκόσμιο και οικουμενικό, μονάχα με μια μικρή αλλαγή των ονομάτων, τοπωνυμίων και χρονολογιών. Πιστεύω λοιπόν ότι, για το συγκεκριμένο έργο, έφτασε τώρα το «πλήρωμα του χρόνου», διότι η θεματική του είναι τόσο ανατριχιαστικά κοντά στην εποχή μας και στα γεγονότα που μας βομβαρδίζουν καθημερινά. Ανυπομονώ ειλικρινά να δω τον τόσο δυνατό καζαντζακικό λόγο του «Χριστού Ξανασταυρώνεται» να καθρεφτίζει στη μεγάλη οθόνη ό,τι συμβαίνει σήμερα γύρω μας: τις ορδές προσφύγων που ψάχνουν απελπισμένα ένα φιλόξενο μέρος να τους αγκαλιάσει, την ώρα που εμείς θα γιορτάζουμε το Πάσχα μας.
Μεγαλώσατε με τις ιστορίες της νονάς σας, της Ελένης Καζαντζάκη, για τον κοινό της βίο με τον Νίκο Καζαντζάκη. Πώς ήταν στην καθημερινότητά του; Και ποιος ήταν, αλήθεια, ο Νίκος Καζαντζάκης; Ο Ζορμπάς, ο καπετάν-Μιχάλης, ο γέροντας («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»), ο Ορέστης («Σπασμένες ψυχές»), ο παπα-Γιάνναρος («Οι αδερφοφάδες»), ο αδερφός Φραγκίσκος («Ο φτωχούλης του Θεού»); Ή μήπως, «λιτά», ο συγγραφέας των βιβλίων «Αναφορά στον Γκρέκο», «Οδύσεια» και «Ασκητική»;
Πρώτα από όλα θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ερώτησή σας αυτήν, την οποία βρίσκω εξαιρετική. Επιτέλους, ποιος είναι ο Νίκος Καζαντζάκης; Αυτό είναι κάτι που ψάχνω κι εγώ σε όλη μου τη ζωή, αν και είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω την προσωπικότητά του σε πολλαπλές πτυχές της: τον Καζαντζάκη μέσα από κάθε διαφορετικό χαρακτήρα του, τον Ζορμπά, τον Καπετάν Μιχάλη, τον Άγιο Φραγκίσκο, τον ανελέητο Βασιλιά Μίνωα και τον βασανισμένο Μινώταυρο, τον αθάνατο Οδυσσέα, τη σκληρή, αλλά γεμάτη αγάπη για τη ζωή και τον Άνθρωπο φωνή του συνοδοιπόρου τού Θεού στην «Ασκητική» και τον γλυκό, όπως και τον κάπως ντροπαλό άντρα της Ελένης του. Τον ήρεμο εκείνο άνθρωπο, που όπως έγραψε η Ελένη, «τριάντα χρόνια δίπλα του δε θυμάμαι να ντράπηκα ποτέ μου για μια κακή του πράξη. Ήταν τίμιος, άδολος, αθώος, γλυκύτατος για τους άλλους, άγριος μονάχα για τον εαυτό του». Και στον πρόλογο του «Ασυμβίβαστου», της βιογραφίας του Νίκου Καζαντζάκη, γράφει ένα τόσο χαρακτηριστικό κείμενο για την προσωπικότητά του ο άνθρωπος που τον γνώριζε τόσο καλά, η Ελένη του: «Μακρόσυρτες σιωπές, ρυθμισμένες με το γουργουρητό της πίπας, φλύαροι μονόλογοι μπρος σ' εκείνους που αγαπούσες, δώρο μοναδικό να ξεκλειδώνεις τις μανταλωμένες καρδιές, να ξομολογείς τους φίλους και τους φίλους των φίλων, ως τα τυχαία συναπαντήματα στους ανώνυμους δρόμους, τα λόγια των τρελών του χωριού, που μονάχα εσύ ήξερες να τ' αποκρυπτογραφήσεις. Έβγαινες για να φέρεις την εφημερίδα, να ρίξεις ένα γράμμα στο ταχυδρομείο και γύριζες, το σακίδιο σου γεμάτο Ιστορίες. Έπαιρνα τα ίδια μονοπάτια, συναντούσα τους ίδιους ανθρώπους, όμως εγώ γύριζα με άδεια χέρια. Και πάλι εσύ, ριζωμένος στο γραφείο σου, κρατώντας το χέρι με το μολύβι μετέωρο: —Καλώς τείνε!... κι άρχιζες ένα καινούριο παραμύθι, για να με κάνεις να γελάσω».
Η «φωνή» ωστόσο που θα υπερισχύσει είναι εκείνη που θα επιλέξει ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τις δικές του εμπειρίες και την προσωπικότητά του. Εγώ, ως Νίκη, θα τολμούσα να πω ότι όποτε θέλω να «ακούσω» καθαρή και απλή τη φωνή του Νίκου ξαναδιαβάζω το κύκνειο άσμα του, την «Αναφορά στον Γκρέκο». Εκεί μιλάει όχι μόνο ο Νίκος-αφηγητής, αλλά η ψυχή του Νίκου που άφοβα, χωρίς ενδοιασμούς, έχει «γδυθεί» ολοκληρωτικά μπροστά στον ανελέητο πρόγονο για να κριθεί πριν πεθάνει, σαν «μια ορθή φτερούγα στον αγέρα».
Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους (μία εξ αυτών είμαι κι εγώ) που το έργο του Νίκου Καζαντζάκη έχει επηρεάσει ή ακόμη κι έχει αλλάξει βαθύτατα και ουσιαστικά την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία τους. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, αυτά τα χαρακτηριστικά που έκαναν την πένα του τόσο δυνατή, αληθινή και πολυδιαβασμένη παγκοσμίως;
Μία εξ αυτών είμαι και εγώ! Μπορώ να σας μιλήσω για αρκετά χαρακτηριστικά της γραφής του που τον κάνουν έναν τόσο πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο συγγραφέα, όπως είναι ο πλούτος και η πολυπλοκότητα του λεξιλογίου του, η εμψυχωτική δύναμη που αποδίδει στην ψυχή του Ανθρώπου, η σταθερή αναζήτησή του για ελευθερία. Αλλά και σε εμένα προσωπικά, ως αναγνώστρια, από πολύ μικρή διαμόρφωσε τη σκέψη μου και μου άνοιξε το μυαλό μου. Για παράδειγμα, πέντε χρονών άρχισε να μου διαβάζει η νονά μου το παιδικό του έργο «Στα Παλάτια της Κνωσού». Εκεί, η Αριάδνη δεν ήταν απλά η όμορφη και καλή βασιλοπούλα που διάβαζα στα παραμύθια. Ήταν προδοτική, γεμάτη έρωτα και απελπισία. Και ο Μινώταυρος δεν ήταν το τέρας που όλοι χαιρόμαστε όταν το παλληκαράκι το σκοτώνει και απελευθερώνει την πολιτεία. Ήταν μια πονεμένη ψυχή, δέσμιος των Θεών, του σώματός του, της φοβερής πείνας του.
Οι χαρακτήρες του ήταν πολύπλοκοι, πολύπλευροι και βασανισμένοι. Ακολούθως στην εφηβεία, όπου και γνώρισα τη φιλοσοφία του Καζαντζάκη, συγκλονίστηκα εντρυφώντας στον λόγο του, από την ελευθερία που διαχέεται, από το βάρος της ευθύνης που αποδίδει στον Άνθρωπο, τον εξελισσόμενο Άνθρωπο, του οποίου η ψυχή έχει τόση δύναμη που όχι μόνο μπορεί να σώσει τον εαυτό του ή τον πλησίον του ή τον κόσμο ολόκληρο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό. Αυτό είναι σημαντικό οικουμενικό μήνυμα που αγγίζει τον παγκόσμιο Άνθρωπο, αφού μας λέει ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως θρησκείας, καταγωγής ή ιδεολογίας μπορούμε να ενωθούμε στον ίδιο υπεράνθρωπο αγώνα.
«Αλάκερη η ψυχή μου μιά Κραυγή· κι όλο μου το Έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή», γράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Υπήρχε, άραγε, κάποιο από τα έργα του που αποτύπωνε πληρέστερα την «Κραυγή» του αυτήν; Αγάπησε, με άλλα λόγια, κάποιο περισσότερο;
Η Κραυγή αυτή αποτυπώνεται σε όλη την εργογραφία του, αλλά υπάρχουν μερικά έργα που θα αποκαλούσα ξεχωριστά, για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, εγώ θεωρώ ότι η «Αναφορά στον Γκρέκο» και η «Ασκητική» του αποτυπώνει την Κραυγή αυτή, μέσα από τη ζωή του ίδιου του Καζαντζάκη. Η Ελένη αγαπούσε τον «Τελευταίο Πειρασμό», τον οποίο είχε δακτυλογραφήσει για να το αποστείλει στον τότε εκδότη και δεν μπορούσε να δει εύκολα τα γράμματα από τα δάκρυα του Νίκου πάνω στη σελίδα. Πίστευε πως η Κραυγή του Ιησού, καθώς μετουσιωνόταν σε Χριστό, ήταν μια από τις πιο κατανυκτικές εμπειρίες που είχε ζήσει ο Καζαντζάκης γράφοντάς το και ακολούθως ο αναγνώστης του.
Όσο για τον ίδιο τον Νίκο Καζαντζάκη αγάπησε ιδιαίτερα την «Ασκητική», αλλά για την «Οδύσεια», που θεωρούσε το μέγα έργο του (το magnus opus του, όπως το αποκαλούσε) έγραψε κάποτε ότι αν καούν όλα του τα βιβλία και μείνει μόνο η «Οδύσειά» του, τότε θα έχει διασωθεί το έργο του. Η «Οδύσεια» είναι όντως το καταπίστευμά του και ο Οδυσέας του είναι ο «γιος» που άφησε πίσω, μετά θάνατον, «για να ξεπεράσει τον πατέρα». Γράφει στην Ελένη του ο Καζαντζάκης, το 1924: «Γράφω ολημέρα, κάποτε χαίρουμαι, γιατί ό,τι γράφω μου φαίνεται γιομάτο θερμότητα, πόνο κι έρωτα, μια Κραυγή τόσο αληθινή, που ο Θεός θέλει δε θέλει θα την ακούσει. Αχ! να 'χω μονάχα λίγη ησυχία, να ‘χω καιρό, να προφτάσω! Βρίσκουμαι στην ακμή της δύναμης μου, δε θέλω να χάσω μήτε μιαν ώρα. Από τα ξημερώματα σκύβω στο χαρτί και μάχουμαι να σώσω την ψυχή μου. Όση προφτάσω. Όχι για να μάθουν οι άνθρωποι πως μέσα στη μαύρη τούτη κεφαλή μου υπάρχει ένα δράμα θερμό και παλλόμενο, μα, αληθινά, για να σώσω την ψυχή μου, μετά την εξαφάνιση του κορμιού του εφήμερου. [...] Γράφω την «Οδύσεια», η καρδιά μου λιώνει, ο Οδυσέας, η Ελένη, η Νεφρετετέ, ο Θεός μου, τι αγωνία να σωθούν, καταφεύγοντας σ' ένα άρτιο στίχο! Είναι το βιβλίο, που θα κρατώ μαζί μου στον τάφο -όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κρατούσαν ένα ξύλινο μικρό καΐκι, για να περάσουν τον Άδη».
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να σας πω και μερικά λόγια για τη γραφή της «Οδύσειας», η οποία αποτελεί μια γλωσσολογική «κιβωτό» για την ελληνική μας γλώσσα, καθώς ο Καζαντζάκης εκεί αποτύπωσε όλες τις ελληνικές λέξεις που είχε συλλέξει από τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε επισκεφθεί ελληνικά χωριά και πόλεις, από το νοτιότερο ως το βορειότερό μας σύνορο και είχε καταγράψει λέξεις που σύντομα θα χάνονταν, όταν δηλαδή θα πέθαινε και ο τελευταίος άνθρωπος που ήξερε το νόημά τους. Να σημειώσω εδώ ότι ο κ. Νίκος Μαθιουδάκης, Επιστημονικός Σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη και Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη (http://amis-kazantzakis.blogspot.gr), ο οποίος έκανε τη διδακτορική διατριβή του στη γλώσσα της «Οδύσειας», βρήκε περισσότερες από 5.000 αθησαύριστες λέξεις, δηλαδή λέξεις που δε βρίσκονται σε κανένα ελληνικό λεξικό. Για τον λόγο αυτόν, δικαίως ο κ. Μαθιουδάκης αποκαλεί «λεξιθήρα» τον Νίκο Καζαντζάκη.
«Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας». Αυτό όμως το «αιματερό» οδοιπορικό προς τον «κακοτράχαλο ανήφορό του» τον έφερε αντιμέτωπο πολλάκις με την Ορθόδοξη εκκλησία, αλλά και με την Πολιτεία, η οποία μάλιστα και πέτυχε τη ματαίωση της σίγουρης απονομής του Βραβείου Νόμπελ σε εκείνον. Ο ίδιος τι απαντούσε σε όλα αυτά;
Ναι, ο Καζαντζάκης πολεμήθηκε πολύ από πολλούς και ισχυρούς θεσμούς που ένιωθαν ότι η υπεροχή τους θα επλήγετο. Αυτό που με συγκλόνιζε μεγαλώνοντας ήταν η σκληρότητα και η αποφασιστικότητα των επιθέσεων αυτών, τις οποίες πάντοτε θεωρούσα υπερβολικές, έχοντας διαβάσει προσεκτικά και βαθιά όλη την εργογραφία του. Αφού έλεγα, ο Νίκος δεν επιτέθηκε ποτέ σε κανένα επί προσωπικού επιπέδου, γιατί τόσο μένος; Για κάποιον όμως που θεωρεί τόσο σημαντική την πιστή προσήλωση σε μια ιδεολογία και στον θεσμό που την περικλείει, πώς είναι δυνατόν να μη θυμώσει με το τόσο απλό και λυρικό, αλλά ταυτόχρονα τόσο δυνατό: «Όλα ’ναι του Θεού, σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού» ή «Προσκυνούμε μέσα μας. Κάθε σώμα και ναός». Με άλλα λόγια, αυτό που δε μπορούσαν να δεχθούν είναι ότι αυτός ο τόσο δυνατός και πανώριος λόγος προασπιζόταν την οικουμενικότητα και την έλλειψη τυφλής υπακοής σε συγκεκριμένη ιδεολογία και αυτό που τους εξόργιζε ήταν ότι οι άνθρωποι τον διάβαζαν και τους άλλαζε, όπως είπατε πιο πάνω, τη ζωή! Εάν ο Νίκος Καζαντζάκης ενστερνιζόταν μια συγκεκριμένη ιδεολογία και έγραφε με ασφάλεια μέσω αυτής, κανείς δε θα θύμωνε μαζί του. Όλοι, της ιδεολογίας εκείνης, θα ήταν ευχαριστημένοι που αυτός ο όμορφος Λόγος ταιριάζει τόσο όμορφα στο «κουτί» τους και όλοι οι άλλοι θα απέφευγαν απλώς να διαβάσουν κάτι που τιτλοφορείται με τα χαρακτηριστικά πρότυπα του άλλου θεσμού.
Ο Νίκος Καζαντζάκης όμως απελευθερώνει τον Άνθρωπο. Κάνει ερωτήσεις. Ξαναγράφει την ιστορία του Χριστού για να δει πώς νιώθει ο Άνθρωπος Ιησούς. Ο Χριστός στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη δεν είναι ουσιαστικό, αλλά ρήμα. Γίνεται. Δημιουργείται. Μέσα από και παρά τις βασανιστικές αμφιβολίες, τους φόβους, τους ανθρώπινους πόθους και τις επιθυμίες του. Δεν αιωρείται και περπατά απλώς στα κύματα. Ανεβαίνει τον ίδιο κακοτράχαλο ανήφορο που κι εμείς ανεβαίνουμε, σαρανταπληγιασμένος και αγκομαχώντας, όπως εμείς. Άρα, μπορούμε και εμείς. «Τι ανάγκη τους έχουμε όλους ετούτους τους προφήτες και τους ψευτοπροφήτες και τους πασπατεύουμε με αγωνία να δούμε –είναι, δεν είναι ο Μεσσίας; Μεσσίας είναι ο λαός, εγώ, εσύ, όλοι μας, φτάνει να πιάσουμε τ’ άρματα!».
Όσο για τον πόλεμο διαρκείας της εκκλησίας ενάντια στο έργο του, η κ. Σταύρου μας παραθέτει γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη προς τον φίλο του Knös, στις 14 Μαΐου 1954: «Ο «Καπετάν Μιχάλης» τρικυμίζει ακόμα τα αίματα των Ελλήνων· ο μητροπολίτης Χίου το κατάγγειλε ως αισχρό, προδοτικό κι αντιθρησκευτικό και πως βρίζει την... Κρήτη! Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής συνήλθε και καταδίκασε ως «αισχρότατο», ως άθεο και προδοτικό τον «Τελευταίο Πειρασμό» κι ομολογεί πως δεν τον διάβασε, παρά στηρίχτηκε στ’ άρθρα της “Εστίας”!». Και είμαι σίγουρη πως είναι πια γνωστή η σχεδόν «αστεία» ιστορία της περιπέτειας του «Καπετάν Μιχάλη», όπου η Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής καταδίκασε, μετά πολλών ύβρεων, τον «Καπετάν Μιχάλη…. Μαυρίδη!». Ο Μαυρίδης ήταν ο πρώτος εκδότης του βιβλίου αυτού και μη έχοντας καν διαβάσει το βιβλίο θεώρησαν και αυτό μέρος του τίτλου, επειδή το όνομα του εκδότη ήταν τοποθετημένο στο εξώφυλλο, κάπως κοντά στον τίτλο!
Επίσης, το 1954, η Καθολική Εκκλησία αναγράφει τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum), όπου έχει την τιμή να βρίσκεται ανάμεσα σε ονόματα, όπως του Ντεκάρτ, του Καντ, του Βολταίρου και του πολυαγαπημένου του καθηγητή Φιλοσοφίας, του Μπερξόν. O Καζαντζάκης γράφει από την Αντίπολη στον Πρεβελάκη στην Αθήνα, στις 9 Μαΐου 1954: «Ενθουσιασμένος ο Γερμανός εκδότης μου, μου τηλεγράφησε προχτές πως έβαλε ο Πάπας στον Index τον Τελευταίο Πειρασμό. Τι υποκρισία, τι σαπίλα πρέπει να ’χει ο κόσμος ετούτος για να μην μπορεί ν’ ανεχτεί ένα βιβλίο γραμμένο με τόση φλόγα κι αγνότητα! Τι ξεπεσμένη κι η πνευματική κι ηθική Ελλάδα για να με θεωρούν [......] ανήθικο και προδότη! Γρήγορα περιμένω κι η Ορθόδοξη Εκκλησία να με αφορίσει· χαρά και περηφάνια κι ελευτερία μεγάλη. Χαίρουμαι να βλέπω να πολιορκούν και να τοξεύουν τον ίσκιο μου». Και συνεχίζει σε άλλο γράμμα του: «Στην Επιτροπή του Index στο Βατικανό τηλεγράφησα τη φράση του Τερτυλλιανού: “Ad tuum, Domine, tribunal appello”. Την ίδια φράση αποτείνω και στην Ορθόδοξη Εκκλησία: Στο δικαστήριό Σου, Κύριε, κάνω έφεση! Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Όσο για το ζήτημα της απόπειρας του αφορισμού του Καζαντζάκη (γιατί ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε), η Εκκλησία της Ελλάδος ετοίμασε μέχρι και το φρικτό κείμενο του αφορισμού του. Έφτασε μάλιστα στο τελευταίο στάδιο της αποτρόπαιης πράξης, αλλά ευτυχώς δεν την αποτόλμησαν, διότι ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να τον δικάσει η Εκκλησία της Κρήτης, αφού ο Καζαντζάκης ήταν Κρητικός, και η Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι διωγμοί όμως δε σταματούσαν μόνο σε θρησκευτικά θέματα. Γράφει η Ελένη Καζαντζάκη: «Ξέρει πόσο οι δεξιοί τον υποψιάζονται και τον κατηγορούν για πληρωμένο κομμουνιστή από τη Μόσχα. Ξέρει επίσης πολύ καλά πως οι αριστεροί δεν τον θέλουν, γιατί είναι... μυστικιστής. Ωστόσο, δεν ήξερε ακόμα πως οι αρχηγοί του ΚΚΕ τον κατηγορούσαν για πράχτορα της Ιντέλλιτζενς Σέρβις!». Και όταν πήγε στην Αθήνα, επί κατοχής, στο συσσίτιο να πάρει ένα πιάτο φαγητό στον Νίκο της, ο οποίος λιμοκτονούσε, της αρνήθηκαν, επειδή ο Καζαντζάκης ήταν κομμουνιστής!
Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ ότι, για περίπου δέκα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις καταπολεμούσαν, μέχρι παρεμβάσεως στον Βασιλέα της Σουηδίας, την υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη για το Βραβείο Νόμπελ και τελικά κατάφεραν να ματαιώσουν την απονομή του σε αυτόν. Ο Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νόμπελ αντί του Καζαντζάκη, έγραψε στην Ελένη ότι ο σύζυγός της άξιζε το βραβείο αυτό 100 φορές περισσότερες από τον ίδιο!
Αντί επιλόγου...
«[....]Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ΄σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;». Πολέμα!
(Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2002:86).
Ευχαριστώ θερμά την κ. Νίκη Π. Σταύρου για τη συνέντευξη αυτήν, μέσω της οποίας μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε πιο καθαρή τη «φωνή» του ανθρώπου, Νίκου Καζαντζάκη.
Λίγα (ακόμη) λόγια για τον βίο και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη....
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 18 Φεβρουαρίου 1883. Πήρε με άριστα το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 1906. Το πτυχίο φέρει μάλιστα και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ως Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1907-1908 έκανε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία, με καθηγητή τον Ερρίκο Μπερξόν, ο οποίος τον επηρέασε βαθύτατα στη διαμόρφωση της δικής του φιλοσοφίας.
Στα Γράμματα εμφανίσθηκε το 1906, με δοκίμια και άλλα κείμενα σε περιοδικά. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου. Έγραψε ποίηση, όπως η Οδύσεια με τους 33.333 στίχους και οι Τερτσίνες, και μυθιστορήματα, όπως: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Βραχόκηπος, Ο Φτωχούλης του Θεού, Οι Αδερφοφάδες, Αναφορά στον Γκρέκο, Τόντα Ράμπα, Μέγας Αλέξανδρος, Στα Παλάτια της Κνωσού. Θεατρικά έργα, τραγωδίες, όπως: Προμηθέας Πυρφόρος, Προμηθέας Δεσμώτης, Προμηθέας Λυόμενος, Κούρος, Οδυσσέας, Μέλισσα, Χριστός , Ιουλιανός ο Παραβάτης, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Σόδομα και Γόμορρα, Βούδας. Φιλοσοφία, όπως η Ασκητική και το Συμπόσιον. Ακόμη, έκανε πολλές μεταφράσεις, όπως Η Θεία Κωμωδία του Δάντη και διασκεύασε μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Τα ταξιδιωτικά του έργα αναφέρονται στην Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Παλαιστίνη, Κύπρο, Πελοπόννησο, Ισπανία, Αγγλία, Ρωσία, Ιαπωνία-Κίνα.
Ο πρώτος του γάμος ήταν με τη Γαλάτεια Αλεξίου, έρωτα των νεανικών του χρόνων. Για τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη, το γένος Σαμίου, ο Καζαντζάκης έγραψε στον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη στις 4 Μαΐου 1957, έξι περίπου μήνες πριν από τον θάνατό του (Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, σελ. 723-724): «Τι να Σας πω για την Ελένη; Γνωριστήκαμε σε μιαν εκδρομή στην Πεντέλη στα 1924. Παντρευτήκαμε 11.11.45. Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θα 'χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».
Μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη έγιναν πολυβραβευμένες κινηματογραφικές ταινίες, όπως ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης με τίτλο Zorba the Greek, με πρωταγωνιστές τον Άντονυ Κουίν (Anthony Quinn), τον Άλαν Μπαίητς (Alan Bates), τη Λίλα Κέντροβα (Lila Kedrova) και την Ειρήνη Παπά, και το οποίο το 1964 χάρισε στην Ελλάδα τρία Όσκαρ. Ακόμη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος προτάθηκε γι' αυτό το έργο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 1988, με πρωταγωνιστές τον Γουίλλεμ Νταφόου (Willem Dafoe) ως Ιησού, τον Χάρβεϋ Καϊτέλ (Harvey Keitel) ως Ιούδα Ισκαριώτη, τη Μπάρμπαρα Χέρσεϊ (Barbara Hershey) ως Μαρία Μαγδαληνή, και τον Ντέιβιντ Μπόουϊ (David Bowie) ως Πιλάτο. Η ταινία προκάλεσε έντονες ενστάσεις και βίαιες αντιδράσεις από παραχριστιανικές οργανώσεις, καθώς και οργανωμένες εφόδους στις αίθουσες όπου προβαλλόταν. Κινηματογραφική ταινία έγινε και το έργο του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται από τον Jules Dassin, με πρωταγωνιστές τον Πιερ Βανέκ (Pierre Vaneck), τον Ζαν Σερβέ (Jean Servais), τη Μελίνα Μερκούρη και τον Φερνάντ Λεντού (Fernand Ledoux).
Ο Νίκος Καζαντζάκης, κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Ιαπωνία και την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική τού Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 22:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου, έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος έγραψε και ζήτησε να χαραχθεί πάνω στον τάφο του:
Δημοσιευμένο:
http://www.klik.gr/gr/el/prosopa/-nikos-kazantzakis-o-anthropos-o-askitis-o-klasikos-suggrafeas/
http://www.klik.gr/gr/el/prosopa/-nikos-kazantzakis-o-anthropos-o-askitis-o-klasikos-suggrafeas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου