της Μαρίνας Τζόκα
Ένας, επιτυχώς συγκαλυμμένος, «αλιέας ψυχών» κάνει την εμφάνιση του στη ζωή μας στις 4 Φεβρουαρίου του 2004. Κι έκτοτε σταδιακά το Facebook, για πολλούς από εμάς, καθίσταται η πρώτη κίνηση του χεριού μας το πρωί, καθώς και η τελευταία, προτού δηλαδή ο βραδινός ύπνος μάς σταματήσει τις σκέψεις. Τι είναι όμως το Facebook? Οι οδηγίες χρήσεως του ήρθαν από τον ίδιο τον δημιουργό του, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, αναρτημένες στον προσωπικό του λογαριασμό. Πρόκειται για το μέσο που μας βοηθάει να επικοινωνήσουμε και να μάθουμε, μας δίνει φωνή και μας κάνει δυνατότερους. Και σε αυτό το σημείο είναι που τίθεται και το καίριο ερώτημα σχετικά με αυτό το ψηφιακό και διαρκώς αναπτυσσόμενο «νυμφίδιο». Μήπως από φωνή και «φως της ψυχής» μας μπορεί να γίνει στα χέρια μας και «φωτιά των σωθικών» μας, όπως άλλωστε συνέβη και στον ήρωα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Χάμπερτ Χάμπερτ;

Το Φατσοβιβλίο αποτελεί παγκοσμίως το πιο διαδεδομένο social media network, όπως είθισται πια να ονομάζεται αυτή η κατηγορία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των νέων μέσων, με την ευρύτερη ορολογία. Είτε μπορεί να ερευνηθεί ως η αιτία είτε ως το αποτέλεσμα, η εμφάνιση των νέων μέσων αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης αλλαγής, και δη και ιδεολογικής, στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Ενδεικτικά, το Facebook σήμερα αριθμεί περισσότερους από 950 εκατομμύρια χρήστες σε όλον τον κόσμο, ενώ σε καθημερινή βάση συνδέονται περισσότεροι από 500 εκατομμύρια χρήστες. Στην Ευρώπη συγκεκριμένα, το Facebook βρίσκεται στη ζωή 223 εκατομμύριων ανθρώπων (Πηγή: www.zephoria.com). Κι επειδή οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους, το αναπόσπαστο πια αυτό κομμάτι της ζωής μας –μετά από δώδεκα χρόνια παρουσίας του, οφείλουμε σαφώς να το ομολογήσουμε- εξακολουθεί να δημιουργεί πολύ μεγάλη αίσθηση, γεγονός που είναι αδύνατον να αγνοηθεί.
Όπως λοιπόν σε καθετί καινούργιο βρίσκουμε (σχεδόν) πάντοτε εσώκλειστο το εγχειρίδιο προτεινόμενης χρήσης του, έτσι και στο Facebook συναντάμε έναν γενικό μεν, αλλά συνάμα άκρως «κατατοπιστικό» οδηγό πλοήγησης. Καλώς ήρθατε στη «θόλωση των ορίων!». Καθημερινά σχεδόν γράφονται από θεωρητικούς των μίντια, αλλά και ερευνητές, πλήθος κειμένων ανάλυσης σχετικά με αυτό το νέο (είτε παλιό, για μερικούς) φαινόμενο των νέων μέσων. Ο κοινός παρονομαστής όμως, σχεδόν σε όλες τις μελέτες, είναι η μεταμόρφωση του ακροατή σε ενεργό χρήστη και του καταναλωτή σε παραγωγό. Με μια φράση, ο χρήστης γίνεται καταναλωτής σε μια διαδραστική, ψηφιακή πραγματικότητα, με σκοπό να παράγει το δικό του νόημα. Με το νόημα όμως που παράγουν οι υπόλοιποι χρήστες, πώς θα μπορούσε άραγε να υπάρξει ταύτιση, με τη μορφή της ομοιότητας των αντιλήψεων και ενδεχομένως μια υποτυπώδης αποδοχή;
Για να κατανοήσουμε την ερμηνεία που δίνουμε σε αυτά που εμφανίζονται μπροστά στην οθόνη μας και αναλόγως αντιδράμε ή όχι (like και share, στη γλώσσα του Facebook), θα πρότεινα τη στροφή και την εστίαση σε ψυχολογικούς κυρίως παράγοντες. Με άλλα λόγια, όσο κι αν ένας ζωγράφος προσπαθεί να δείξει στους παρατηρητές του έργου του τους τρόπους που ζωγραφίζει ένα συγκεκριμένο τοπίο, πιστεύοντας ότι η αρμονική συγχώνευση θα περικλείει το τοπίο όπως εκείνος θέλει να το δουν, η συμπεριφορά των παρατηρητών θα είναι ουσιαστικά η αντανάκλαση της περιπλοκότητας εκείνου του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο βρίσκουν τους εαυτούς τους. Με πιο απλά λόγια, ο προαναφερθέν ισχυρισμός του Χέρμπερτ Σάιμον, τον οποίο αναλύει διεξοδικά στο βιβλίο του «Η επιστήμη του τεχνητού», μας οδηγεί στον εξής –προς διερεύνηση– προβληματισμό: όλες οι συνειδητές ερμηνείες και οι αφηγήσεις που δίνουμε στην πραγματικότητα που βιώνουμε προέρχονται από τις υποσυνείδητες απαντήσεις μας, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε αυτό που ονομάζεται ανθρώπινο συναίσθημα. Μια εξαιρετική ανάλυση για την πρωτοκαθεδρία των συναισθημάτων μας έχει γίνει από τον ψυχολόγο και θεωρητικό, Silvan S. Tomkins, στο βιβλίο του Affect Imagery Consciousness, ο οποίος αναλύει διεξοδικά τον ισχυρισμό του ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα συναισθήματα, τα οποία είναι η βασική πηγή των εμπειριών μας, αλλά και οι προβολείς του μυαλού μας.
Ως απλοί και καθημερινοί χρήστες του Φατσοβιβλίου λοιπόν, θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε αυτό το ψηφιακό, συναισθηματικό «νυμφίδιο», ως έναν σύγχρονο και εναλλακτικό δρόμο, προκειμένου να βρεθούμε πιο κοντά στους εαυτούς μας, αλλά και στο νόημα των άλλων συνοδοιπόρων μας. Έτσι άλλωστε μας παρουσιάστηκε κι η Λολίτα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Ως ένα γλωσσικά παιγνιώδες μυθιστόρημα, με μορφή προειδοποίησης, προκειμένου να προσηλωθούμε με ακόμη μεγαλύτερη επαγρύπνηση και φαντασία στο καθήκον της διάπλασης μιας καλύτερης γενιάς, όπως επισημάνει και ο Δρ. Τζον Ρέυ στο προαναφερθέν βιβλίο. Συνεπώς, κι ορμώμενη από τη θεωρία του Tomkins, παρόλο που είτε στον πραγματικό κόσμο είτε στον εικονικό, αυτό που επιθυμούμε είναι να ερχόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τα πράγματα που μπορούμε να κατανοήσουμε και να ελέγξουμε, η διαδικτυακή (και μη) ιστορία που θα παράγουμε (κι όχι θα καταναλώσουμε) έχει πολλές σελίδες ακόμη για να γραφτεί...
Υ.Γ.1 Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και παρερμηνεύσεων, το παρόν κείμενο δεν αναφέρεται στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από πλευράς αγοράς και στρατηγικών μάρκετινγκ. Διότι εκεί οι όροι του παιχνιδιού διαφοροποιούνται αισθητά, με γνώμονα πρωτίστως το οικονομικό κέρδος και η ψηφιακή συνύπαρξη χρηστών και αγοράς επιβεβαιώνει τον ρόλο της που είναι αποκλειστικά πολιτικός, με την ευρεία έννοια του όρου.
Υ.Γ.2 Ως εναλλακτικό κλείσιμο του κειμένου αυτού και με έκδηλη τη ρομαντική διάθεση, προτείνεται το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου. «Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Κι όχι δεν προτείνεται ως λύση, διότι πρόβλημα πιθανότατα δεν υφίσταται. Τουναντίον μάλιστα. Πρόκειται απλώς για την αμοιβαία μας συνύπαρξη με έναν διαρκώς αναπτυσσόμενο ψηφιακό κόσμο, με θολωμένα νερά, στον οποίο, προτού κολυμπήσουμε πιο βαθιά, σοφό θα ήταν να έχουμε πάρει ένα σωσίβιο διάσωσης (για παν ενδεχόμενο!).
Δημοσιευμένο στο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου